Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκάμβυκες σκόλοπες

См. также в других словарях:

  • σκάμβυκες — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκόλοπες, χάρακες». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. σκαμβός με επίθημα υξ, υκος (πρβλ. κάλ υξ)] …   Dictionary of Greek

  • σκάνδυνες — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκῶλοι, σκόλοπες, χάρακες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαφορετική γρφ. τού τ. σκάμβυκες] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»